- ὀξυτέρους
- ὀξύς 2sharpmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έλξη — η (AM ἕλξις) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού έλκω, το να έλκεται, να σύρεται κάτι προς ορισμένη διεύθυνση νεοελλ. 1. ελκυστικότητα, γοητεία 2. η δύναμη που χρησιμοποιείται για να έλκει, να μετακινεί φορτία, μεταφορικά μέσα κ.λπ. («ίπποι έλξεως») … Dictionary of Greek
σοπράνο — (Μουσ.). Συχνά αποδίδεται στα ελληνικά «υψίφωνος». Όρος που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει την ανθρώπινη φωνή, που είναι ικανή να φτάσει στους οξύτερους φθόγγους. Κατά κανόνα πρόκειται για γυναικείες φωνές αλλά ισχύει και για τη φωνή (τη… … Dictionary of Greek